Δε γνωρίζουμε πότε ακριβώς κτίσθηκε το Θαλερό, πάντως επί τουρκοκρατίας, όχι μόνο υπήρχε ως το μοναδικό χωριό της περιοχής, αλλά ήταν και η έδρα του Τούρκου διοικητή (πασά) ολόκληρης της περιφέρειας.
Λέγεται, ότι τέσσερις (4) οικογένειες κατοίκησαν για πρώτη φορά το Θαλερό, των Τσάκαλη, Τσίρου, Παύλου και Σαρμαγκόπουλου, μετέπειτα Αμάραντου.
Διηγούνται επίσης, ότι όταν ξεκίνησε η Ελληνική Επανάσταση του 1821, στο Θαλερό είχε την έδρα του ο Σελήμ Πασάς και ότι ο μόνος Έλληνας που γνώριζε γράμματα εκείνη την εποχή ήταν ο Σωτήρης Σαρμαγκόπουλος, τον οποίο και είχε διορίσει γραμματικό του για να διεκπεραιώνει τις διάφορες κρατικές υποθέσεις.
Όταν μετά την έκρηξη της επαναστάσεως ο Σελήμ Πασάς έτρεξε από το Θαλερό για να κλεισθεί στα τείχη της Αρχαίας Σικυώνος (Βασιλικού) διότι ο εκεί πασάς ήταν γαμπρός του, ο Ανδρέας Σαρμαγκόπουλος, αδελφός του Σωτήρη, τον οποίο είχε πάρει μαζί του, τον σκότωσε λίγο πριν μπει στην πόλη και μάλιστα πάνω σε μια γέφυρα του Ασωπού ποταμού, που βρίσκεται έξω από το Βασιλικό και η οποία και σήμερα ονομάζεται Τουρκογέφυρα.
Μετά απ' αυτό, ο Ανδρέας Σαρμαγκόπουλος αγόρασε από το νεοσύστατο τότε κράτος, το σπίτι του Σελήμ Πασά στο Θαλερό και έτσι εγκαταστάθηκε εκεί η οικογένεια Σαρμαγκόπουλου, η οποία αργότερα μετονομάσθηκε Αμάραντου.
Αυτό το οικοδόμημα ήταν τεράστιο για κτίριο της εποχής εκείνης, είχε δύο ορόφους από τους οποίους κατοικήσιμος ήταν ο πρώτος, ενώ το ισόγειο το χρησιμοποιούσαν οι Τούρκοι για φυλακές, είχε μεγάλη αυλή που έκλεινε με μια τεράστια αυλόπορτα και στο δυτικό τμήμα του σπιτιού βρισκόταν μια μικρή λίμνη, τα τοιχώματα της οποίας σώζονται μέχρι σήμερα, για τις ανάγκες διασκέδασης του πασά και του χαρεμιού του. Όλα δε τα σπίτια του χωριού ήταν μονοόροφα για να μπορεί να τα επιβλέπει από το μπαλκόνι του.
Το κτίριο αυτό, μετά τους σεισμούς της δεκαετίας του 70, είχε υποστεί πολύ σοβαρές ζημιές και έτσι οι εγγονοί του Σωτήρη Σαρμαγκόπουλου, στους οποίους είχε περιέλθει, αναγκάσθηκαν να το κατεδαφίσουν το έτος 1976.
Επίσης, στο Θαλερό, υπάρχει μία από τις παλαιότερες εκκλησίες της περιοχής, η οποία τιμάται στη μνήμη της Κοίμησης της Θεοτόκου, με θαυμάσια ξυλόγλυπτη οροφή και ήταν η μόνη εκκλησία, η οποία είχε το προνόμιο κατά την τουρκοκρατία να έχει καμπάνα.
Στην κόχη του Ιερού υπάρχει εντοιχισμένη πλάκα με χρονολογία 1888. Όμως, η εκκλησία πρέπει να χτίσθηκε πολλά χρόνια πριν, αφού εκεί βαπτίσθηκε ο εκ των Σαρμαγκοπουλέων, Γεώργιος Αμάραντος, το έτος 1875 και ίσως τη χρονολογία 1888 να έγινε ανακαίνιση της εκκλησίας.
Το έτος 1888 κατέρρευσε, όπως άλλωστε και τα υπόλοιπα κτίρια του χωριού από το μεγάλο σεισμό της χρονιάς εκείνης, που προξένησε μεγάλες ζημιές σε ολόκληρη την περιοχή.
Ανακατασκευάστηκε τον ίδιο χρόνο σε ρυθμό "βασιλικής". Η παράδοση λέει ότι οι κάτοικοι του χωριού πρώτα έκτισαν την εκκλησία και μετά τα σπίτια τους. Αναπαλαιώθηκε στη σημερινή της μορφή το 1998. Έχει κριθεί με απόφαση της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας Πατρών ως διατηρητέα.
Κόσμημα του χωριού αποτελεί και το μοναστήρι "άγιος Αθανάσιος Γκολιάς", το οποίο κτίσθηκε κατά την περίοδο της τουρκοκρατίας. Και αυτό κατέρρευσε από το σεισμό του 1888 και ανακατασκευάστηκε σε ρυθμό "βασιλικής" και μέχρι σήμερα συνεχίζει να λειτουργεί. Είναι ένα στολίδι της περιοχής, με ξενώνα, που οι επισκέπτες βρίσκουν τη γαλήνη. Ψυχή της μονής είναι η άξια ηγουμένη Πολυσέμνη Φαρμάκη.
Υπάρχει ακόμη το ξωκλήσι της "αγίας Σωτήρας" που ανεγέρθηκε με φροντίδα και δαπάνη του Ιωάννη Σούρλου. Άλλο ξωκλήσι της "αγίας Βαρβάρας", βρίσκεται στην άκρη του χωριού και ανεγέρθηκε με φροντίδα και δαπάνη της Κωνσταντίνας Μπουραντάνη το 1960.
Στο χωριό λειτουργούσε δημοτικό σχολείο από το 1900 μέχρι το 1999 που έκλεισε λόγω ελλείψης μαθητών. Μακροβιότερος δάσκαλος υπήρξε ο Θάνος Παππάς που συνταξιοδοτήθηκε το 1940. Συνέβαλε τα μέγιστα, εκτός των άλλων, με τον πράο χαρακτήρα του και το κύρος του, τόσο στην επίλυση των προβλημάτων του χωριού, όσο και στην ομόνοια των κατοίκων, ιδιαίτερα στη θύελλα της κατοχής, που την ξεπέρασαν χωρίς πληγές και θύματα.
Από το 1944 και μέχρι το 1956 υπηρέτησε σαν δασκάλα η Αικατερίνη Παππά, η δασκάλα με τη χρυσή καρδιά. Στα δύσκολα εκείνα χρόνια της Κατοχής και μετακατοχικής περιόδου, ήταν η φωτισμένη εκπαιδευτικός, η δεύτερη μάνα για τα φτωχότερα παιδιά του χωριού.
Οι περισσότεροι κάτοικοι του χωριού είναι αγρότες. Οι βασικές καλλιέργειες είναι σουλτανίνα, αμπέλια, ελιές, λεμονιές και λίγες βερικοκιές.
Πρόεδροι της κοινότητος διετέλεσαν οι: Χρήστος Παύλου (1936), Ανδρέας Μηλιώτης (1938-1940), Αναστάσιος Νικολάου (1941-1943), Κων/νος Μπουραντάνης (1944-1951), Σπυρίδων Δημόπουλος (1951-1952), Δημήτρης Μερκούρης (1952-1955), Νικόλαος Μηλιώτης (1955-1959), Διομήδης Παπαϊωάννου (1959-1964), Δημήτρης Μερκούρης (1964-1967), Γεώργιος Θωμόπουλος (1967-1979), Γεώργιος Παύλου (1979-1986), Σπύρος Λινάρδος (1987-1994), Θανάσης Πρέζας (1995-1998)
Παλαιές οικογένειες του χωριού είναι οι: Μαυραγάνη, Παύλου, Μηλιώτη, Τσίρη, Αμάραντου, Τσάκαλη, Σούρλου, Παπαϊωάννου, Μπουραντάνη, Σταθόπουλου, Μερκούρη, Πρέζα, Θωμόπουλου.
Στην απογραφή του 1879 το χωριό είχε (149) κατοίκους. Το 1907 (197), το 1928 (181), το 1940 (200), το 1951 (192), το 1961 (200), το 1971 (180), το 1981 (189), το 1991 (255).
Το κοινοτικό κατάστημα είναι δωρεά της Μαριγούλας Σούρλου-Παπαδάκη, αδελφής του αείμνηστου Κων/νου Σούρλου, αντιπροέδρου του Αρείου Πάγου. Ο Κων/νος Σούρλος γεννήθηκε το 1895 στο Θαλερό. Σπούδασε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Σαν φοιτητής ασχολήθηκε και με τη δημοσιογραφία. Στο δικαστικό κλάδο εισήλθε το 1920 ως Ειρηνοδίκης και ολοκλήρωσε την θητεία του ως Αντιπρόεδρος του Αρείου Πάγου (1963). Το 1958 μετέβη στη Γενεύη αντιπροσωπεύοντας την Ελλάδα στο Διεθνές Συνέδριο Ενοποιήσης του Διεθνούς Δικαίου Θαλάσσης. Πολλές αξιόλογες διατριβές του έχουν δημοσιευθεί κατά καιρούς σε νομικά περιοδικά. Βιβλία του: "Η Εξουσία του Πλοιάρχου", "Λυών - Καέν - Ρενώ: Ναυτικόν Δίκαιον", "Εμπράγματος Ασφάλεια εν τω Ναυτικώ Δικαίω".
Το όμορφο Θαλερό το επισκεπτόταν πολύ συχνά στις αρχές του αιώνα (1915) ο μεγάλος μας ποιητής Άγγελος Σικελιανός. Εκεί εμπνεύστηκε ένα από τα αριστουργήματά του, το "ΘΑΛΕΡΟ". Το μικρό αυτό χωριό έγινε χάρη στον Σικελιανό γνωστό σ' όλο τον πολιτισμένο κόσμο και κέρδισε την αιωνιότητα. Πολλά μπορούν να αλλάξουν, να χαθούν, στα χρόνια που έρχονται. Πάντα όμως θα υπάρχει ένας ποιητής να απαγγέλλει με θαυμαστή φωνή το "ΘΑΛΕΡΟ" του Άγγελου Σικελιανού. Το ποίημα αναφέρει και μια πανέμορφη κοπέλα του χωριού. Την αρχοντοθυγατέρα (Μαρία Παύλου).
Τα Χριστούγεννα του 1978, ο φίλος Γιώργος Αμάραντος, συνάντησε την κυρία Μαρία Παύλου, η οποία του μίλησε για τα χρόνια εκείνα, που ο Σικελιανός επισκεπτόταν το Θαλερό και αυτή ήταν η αρχοντοθυγατέρα του ποιήματος.
"Η ΑΡΧΟΝΤΟΘΥΓΑΤΕΡΑ" ΤΟΥ ΑΓΓΕΛΟΥ ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΥ
Εξήντα περίπου χρόνια πέρασαν από τότε, όταν για πρώτη φορά είδε το φως της δημοσιότητας στο φύλλο μιας επαρχιακής εφημερίδας της Κορινθίας το ποίημα του Άγγελου Σικελιανού "ΘΑΛΕΡΟ". Και σήμερα για μια ακόμη φορά ακούγεται και πάλι ο λυρικός λόγος του Σικελιανού εμπνευσμένος από το Θαλερό και την αρχοντοθυγατέρα του Μαρία Παύλου.
ΘΑΛΕΡΟ
Φλογάτη, γελαστή, ζεστή, από τ' αμπέλια απάνωθεν
εκοίταγε η σελήνη
.............................................................
.............................................................
Εκεί κερήθρα μόφερε, ψωμί σταρένιο, κρύο νερό
η αρχοντοθυγατέρα,
οπούχε από τη δύναμη, στον πετρωτό της το λαιμό
χαράκι ως περιστέρα,
που η όψη της σαν της βραδιάς το λάμπο, έδειχνε διάφωτη
της Παρθενιάς τη φλόγα,
κι' απ' τη σφιχτή της ντυμασιά στα στήθη της τ' αμάλαγα
χώριζ' ολόρτη η ρόγα,
που ομπρός από το μέτωπο σε δυο πλεξούδες τα μαλλιά
πλεμένα είχε σηκώσει,
σαν τα σκοινιά του καραβιού, που δε θα μπόρειε η φούχτα μου
ναν της τα χερακώσει.
Χριστούγεννα 1978
Καθισμένη δίπλα στο τζάκι, στο σπίτι του Σωτήρη Αμάραντου, μια ψηλόλιγνη φιγούρα με πλούσια γκρίζα μαλλιά "πλεμένα" σε κοτσίδα, η "αρχοντοθυγατέρα" του Σικελιανού κοιτάζει τις κόκκινες γλώσσες της φωτιάς να γλύφουν με λαιμαργία τα κούτσουρα από πεύκο, και ξαναθυμάται. Συγκινημένη από τη χειρονομία του νεαρού ποιητή να της απαγγείλει τους στίχους του Σικελιανού, "τους δικούς της στίχους", ξαναγυρίζει το πρόσωπό της προς το παρελθόν, φανερά σφραγισμένο από τις μνήμες των χαμένων ευκαιριών να ξετυλίγονται αργά, αργά, από την ανέμη του χρόνου και να καλπάζουν ανάερα ολονυχτίς μέσα στις άδειες ώρες και στην αστροφεγγιά της Χριστουγεννιάτικης νύχτας.
Ένας βαθύς αναστεναγμός βγαλμένος από τα βάθη της ψυχής, μια ωχρότητα στο ρυτιδωμένο πρόσωπο από τα χρόνια και την έντονη συγκίνηση και η διήγηση της αρχοντοθυγατέρας αρχίζει δισταχτικά, λες και ο φόβος της γνώσης πετρώνει τον λόγο στ' απολιθωμένα χείλη.
"Βρισκόμαστε περίπου στα 1916. Ήμουν τότε 14 έως 15 ετών. Όπως κάθε φορά που ο Σικελιανός ανέβαινε από τη βίλα του στη Συκιά Κορινθίας στο Θαλερό, έτσι και σήμερα όλοι οι Θαλερίτες έτρεξαν να τον προϋπαντήσουν και να τον καλωσορίσουν. Ανέβαινε συχνά θυμάμαι στο Θαλερό. Αγαπούσε το χωριό μας γιατί εμπνεόταν. Κυρίως του άρεσε να γράφει στο "ξάγναντο", κάτω από τον μεγάλο πεύκο, με θέα όλη την πεδινή περιοχή, τον Κορινθιακό και πέρα τ' αχνόφεγγα βουνά της Ρούμελης.
"Και κάτου από την κληματαριά την άγουρη, μ' επρόσμενε
στο ξάγναντο το σπίτι
στρωτό τραπέζι πούφεγγε λυχνάρι ομπρός του κρεμαστό,
το φως του αποσπερίτη. "
Ήταν νομίζω απόγευμα καλοκαιριού. Εκείνη την ημέρα φούρνιζα στην αυλή του σπιτιού μου και δεν μπόρεσα να βγω στο δρόμο για να τον χαιρετήσω.
Κάθε φορά που ο Άγγελος, ο όμορφος καβαλάρης, ανέβαινε στο Θαλερό συνοδευόταν από την γυναίκα του την Εύα, ντυμένη με αρχαίες χλαμύδες και από πολλές κοπέλες των καλυτέρων οικογενειών της περιοχής. Κάποτε έπαιρναν μαζί τους και τον Γλαύκο, τον μικρό γιο του Σικελιανού και της Εύας.
Γνώριζα πολλά από τα κορίτσια που συνόδευαν τον Σικελιανό. Με πολλές ήμουν φίλη και συμμαθήτρια, και πάντοτε περνούσαν από το σπίτι μου για να με χαιρετήσουν ή να μου ζητήσουν κάτι. Θυμάμαι μια φορά μου ζήτησαν ένα σεντόνι για να ξαπλώσουν κάτω από τον πεύκο.
"Φλογάτη, γελαστή, ζεστή, εκεί η καρδιά μου δέχθηκε
ν' αναπαυτή λιγάκι
Πά' σε σεντόνια ευωδερά από βότανα και γαλανά
στη βάψη από λουλάκι!"
Εκείνη την ημέρα λοιπόν ήμουν απασχολημένη με το ψήσιμο του ψωμιού, όταν πέρασαν να με χαιρετήσουν η Έλλη Μαργαρίτη και η Άννα Μιχαλοπούλου.
"Γεια σου Μαρία, τι βλέπουμε! Φουρνίζεις; Θα μας φιλέψεις μια λαγάνα;
Μ' όλη μου την καρδιά κορίτσια, ελάτε αργότερα όταν ψηθούν να σας φιλέψω. Καθίστε όμως να σας ψήσω καφέ! Όχι τώρα Μαρία, η παρέα μας προχώρησε και θα τους χάσουμε, όταν ξαναπεράσουμε για τις λαγάνες θα πιούμε και το καφεδάκι μας. "
Απασχολημένη με τις δουλειές του σπιτιού ούτε κατάλαβα πώς πέρασε η ώρα, όταν ξαφνικά είδα να μπαίνουν στην αυλή του σπιτιού μου ο Σικελιανός, η Εύα και όλη η παρέα τους.
Φτερούγισε η καρδιά μου από την ταραχή, κι εφλογίσθηκαν τα μάγουλά μου από την αμηχανία. Τους έβαλα να καθίσουν ολόγυρα στην αυλή, τους επρόσφερα ζεστή λαγάνα και ανοίγοντας το ντουλάπι στο κατώι έβγαλα κερήθρες, σπάνιο γλύκισμα για την εποχή εκείνη.
"Εκεί τ' αηδόνια ως άκουγα τριγύρα μου και τους καρπούς
γευόμουν απ' το δίσκο
είχα τη γέψη του σταριού, του τραγουδιού και του μελιού
βαθιά στον ουρανίσκο. "
Όλοι έφαγαν με όρεξη μα πιο πολύ ο Άγγελος ο οποίος μ' ευχαρίστησε χαϊδεύοντας τις δυο χοντρές πλεξούδες μου.
Να! Έτσι ακριβώς, σαν να ήταν τώρα.
Και τα μάτια της ηλικιωμένης κυρίας βουρκώνουν και θαμπώνουν το κρύσταλλο των γυαλιών της. Περνά λίγη ώρα, βυθισμένη στις σκέψεις της, και η διήγηση ξαναρχίζει μ' ένα τόνο περισσότερο πονετικό, περισσότερο νοσταλγικό.
Πέρασαν αρκετές ημέρες από τότε, σχεδόν το είχα ξεχάσει όταν ο Βλάσης ο Γαρέζος μου χτύπησε μια μέρα το φεγγίτη και μου έδωσε να διαβάσω το φύλλο μιας εφημερίδας, νομίζω της "ΣΙΚΥΩΝ".
"Μαρία, διάβασε το ποίημα που έγραψε ο Σικελιανός για το Θαλερό!"
Όταν διαβάζοντας έφθασα στους στίχους που ανέφεραν εμένα, τις πλεξούδες μου, το λαιμό μου, τα στήθη μου, ένοιωσα βεβαίως μια απέραντη ευχαρίστηση, όμως τρόμαξα μήπως και το αντιληφθεί ο πατέρας μου, γι' αυτό και το' σκισα γρήγορα. Άραγε τι θα έλεγε ο κόσμος διαβάζοντας αυτούς τους στίχους; Ευτυχώς εκείνη την εποχή λίγοι διάβαζαν εφημερίδα κι έτσι γι' αρκετό καιρό δεν συνέβη τίποτα.
Πέρασαν τα χρόνια, εγώ παντρεύτηκα, ο Σικελιανός άρχισε τις προετοιμασίες για τις Δελφικές γιορτές του 1926, οι φίλες μου σκορπίσανε. Δυστυχώς όμως δεν τον βοήθησαν όπως του άξιζε, και έπαθε οικονομική καταστροφή. Αλλά, τι τα θυμόμαστε τώρα πια! Έχουν περάσει τόσα χρόνια, όλα ξεθώριασαν στο μυαλό μου. Σ' ευχαριστώ όμως παιδί μου που μ' έκανες να ξαναθυμηθώ τόσα γεγονότα, ένιωσα πάλι νέα και όμορφη όπως ήμουν και τότε".
Και η αναπόληση των περασμένων τελειώνει μ' ένα κόμπο στο λαιμό, ένα αίσθημα λάθους, μέσα σε μια αβάσταχτη σιωπή, σχεδόν μεταφυσική, που πότε πότε διακόπτεται από τον κρότο που κάνουν οι φλούδες του πεύκου καθώς τινάζονται από το αναμμένο τζάκι.